Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarbóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈbone] το κάρβουνο, ο άνθρακας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsui carboni ardenti = σε αναμμένα κάρβουνα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |