Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carbonizzàre
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [karbonidˈdzare]

1 καρβουνιάζω
2 απανθρακώνω
3 κατακαίω
4 αποτεφρώνω

carbonizzàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [karbonidˈdzarsi]

1 αποτεφρώνομαι
2 κατακαίγομαι
3 απανθρακώνομαι
4 καρβουνιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carbonio carbonizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carboniero (επίθ.)
carbonifero (ουσ αρσ )
carbonifero (επίθ.)
carbonile (ουσ αρσ )
carbonio (ουσ αρσ )
carbonizzare (ρ. μτβ.)
carbonizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
carbonizzazione (θηλ.ουσ)
carborundo (ουσ αρσ )
carborundum (ουσ αρσ )
carbosiderurgico (αρσ. επίθ και ουσ)
carbossiemoglobina (θηλ.ουσ)
carbossile (ουσ αρσ )
carbossilico (επίθ.)
carburante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carburare (ρ.αμτβ.)
carburare (ρ. μτβ.)
carburatore (ουσ αρσ )
carburazione (θηλ.ουσ)
carburo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---