Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarburàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [karbuˈrare] 1 λειτουργώ 2 ξεκινώ carburàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [karbuˈrare] αναμειγνύω καύσιμο με αέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |