Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarcàme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈkame] 1 σκελετός 2 πτώμα 3 λείψανο 4 απομεινάρι 5 σκήνωμα 6 ψοφίμι 7 κουφάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |