Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carceràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [karʧeˈrare]

1 φυλακώνω
2 μπαγλαρώνω
3 εγκλείω
4 φυλακίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carcassa carcerario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carburatore (ουσ αρσ )
carburazione (θηλ.ουσ)
carburo (ουσ αρσ )
carcame (ουσ αρσ )
carcassa (θηλ.ουσ)
carcerare (ρ. μτβ.)
carcerario (επίθ.)
carcerato (αρσ. επίθ και ουσ)
carcerazione (θηλ.ουσ)
carcere (ουσ αρσ )
carceriere (ουσ αρσ )
carcinoma (ουσ αρσ )
carcinomatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
carcinosi (θηλ.ουσ)
carciofaia (θηλ.ουσ)
carciofo (ουσ αρσ )
carda (θηλ.ουσ)
cardamomo (ουσ αρσ )
cardanico (επίθ.)
cardano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---