Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarceràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [karʧeˈrato] 1 κρατούμενος 2 φυλακισμένος 3 συγκρατούμενος 4 τρόφιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |