Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cardàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karˈdata]

1 ποσότητα ενός λαναρίσματος
2 λανάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cardare cardatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carda (θηλ.ουσ)
cardamomo (ουσ αρσ )
cardanico (επίθ.)
cardano (ουσ αρσ )
cardare (ρ. μτβ.)
cardata (θηλ.ουσ)
cardatore (ουσ αρσ )
cardatrice (θηλ.ουσ)
cardatura (θηλ.ουσ)
cardellino (ουσ αρσ )
carderia (θηλ.ουσ)
cardeto (ουσ αρσ )
cardia (ουσ αρσ )
cardiaco (ουσ αρσ )
cardiaco (επίθ.)
cardialgia (θηλ.ουσ)
cardias (ουσ αρσ )
cardigan (ουσ αρσ )
cardinalato (ουσ αρσ )
cardinale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---