Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcardìaco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [karˈdiako] καρδιοπαθής cardìaco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [karˈdiako] 1 ο της καρδιάς 2 καρδιακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |