Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càrdine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkardine]

1 στροφέας
2 εύκαμπτος σύνδεσμος
3 κύλινδρος περιστροφής
4 άξονας ή πείρος περιστροφής
5 υποστήριγμα
6 θεμέλιο
7 μεντεσές
8 θεμέλιος λίθος
9 πείρος στήριξης άξονα
10 γωνιόλιθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cardinalizio cardiochirurgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cardinalato (ουσ αρσ )
cardinale (ουσ αρσ )
cardinale (επίθ.)
cardinalesco (επίθ.)
cardinalizio (επίθ.)
cardine (ουσ αρσ )
cardiochirurgia (θηλ.ουσ)
cardiochirurgo (ουσ αρσ )
cardiocinetico (επίθ.)
cardiogenico (επίθ.)
cardiografia (θηλ.ουσ)
cardiografico (επίθ.)
cardiografo (ουσ αρσ )
cardiogramma (ουσ αρσ )
cardiologia (θηλ.ουσ)
cardiologo (ουσ αρσ )
cardiomiopatia (θηλ.ουσ)
cardiopalmo (ουσ αρσ )
cardiopatia (θηλ.ουσ)
cardiopatico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---