Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


carborùndum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karboˈrundum]

υλικό (σκληρό) για τρίψιμο (από κορούνδιο και άνθρακα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  carborundo carbosiderurgico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carbonio (ουσ αρσ )
carbonizzare (ρ. μτβ.)
carbonizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
carbonizzazione (θηλ.ουσ)
carborundo (ουσ αρσ )
carborundum (ουσ αρσ )
carbosiderurgico (αρσ. επίθ και ουσ)
carbossiemoglobina (θηλ.ουσ)
carbossile (ουσ αρσ )
carbossilico (επίθ.)
carburante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
carburare (ρ.αμτβ.)
carburare (ρ. μτβ.)
carburatore (ουσ αρσ )
carburazione (θηλ.ουσ)
carburo (ουσ αρσ )
carcame (ουσ αρσ )
carcassa (θηλ.ουσ)
carcerare (ρ. μτβ.)
carcerario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---