Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarbonizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karboniddzatˈtsjone] 1 καρβούνιασμα 2 αποτέφρωση 3 απανθράκωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |