Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarbonièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karboˈnjɛra] 1 καρβουνιάρικο πλοίο 2 μαούνα μεταφοράς κάρβουνου 3 βαγόνι με καύσιμα (κάρβουνο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |