Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarbonàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [karboˈnaja] 1 αποθήκη κάρβουνου 2 ορυχείο κάρβουνου 3 προστατευτικό φράγμα 4 σκοτεινή φυλακή 5 μπουντρούμι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |