Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caravèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [karaˈvɛlla]

καραβέλα (πλοίο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caravanserraglio carboidrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caratterizzazione (θηλ.ουσ)
caratterologia (θηλ.ουσ)
caratterologico (επίθ.)
caratura (θηλ.ουσ)
caravanserraglio (ουσ αρσ )
caravella (θηλ.ουσ)
carboidrato (ουσ αρσ )
carbonaia (θηλ.ουσ)
carbonaio (ουσ αρσ )
carbonatazione (θηλ.ουσ)
carbonato (ουσ αρσ )
carbonchio (ουσ αρσ )
carbonchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
carboncino (ουσ αρσ )
carbone (ουσ αρσ )
carbonella (θηλ.ουσ)
carboneria (θηλ.ουσ)
carbonicazione (θηλ.ουσ)
carbonico (ουσ αρσ )
carbonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---