Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcarambolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [karamboˈlare] 1 κάνω καραμπόλα (διαδοχική σύγκρουση) 2 συγκρούομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |