Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càpro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkapro]

1 κάπρος
2 τράγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capriolo caprone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caprimulgo (ουσ αρσ )
caprino (ουσ αρσ )
caprino (επίθ.)
capriola (θηλ.ουσ)
capriolo (ουσ αρσ )
capro (ουσ αρσ )
caprone (ουσ αρσ )
capsula (θηλ.ουσ)
capsulismo (ουσ αρσ )
captare (ρ. μτβ.)
captivo (αρσ. επίθ και ουσ)
capufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capziosità (θηλ.ουσ)
carabattola (θηλ.ουσ)
carabina (θηλ.ουσ)
carabiniere (ουσ αρσ )
carabottino (ουσ αρσ )
caracca (θηλ.ουσ)
carachiri (ουσ αρσ )
caracollare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---