Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcaprìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kaˈpritʧo] η ιδιοτροπία, το καπρίτσιο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfare i capricci = κάνω ιδιοτροπίες Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |