Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càpperi  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈkapperi]

1 μπα!
2 θεέ μου !!
3 μα το Θεό!


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cappellotto cappero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cappelliera (θηλ.ουσ)
cappellificio (ουσ αρσ )
cappello (ουσ αρσ )
cappellone (ουσ αρσ )
cappellotto (ουσ αρσ )
capperi (επιφ.)
cappero (ουσ αρσ )
cappio (ουσ αρσ )
capponaia (θηλ.ουσ)
cappone (ουσ αρσ )
cappotta (θηλ.ουσ)
cappottare (ρ.αμτβ.)
cappottata (θηλ.ουσ)
cappotto (ουσ αρσ )
cappuccina (θηλ.ουσ)
cappuccino (αρσ. επίθ και ουσ)
cappuccio (ουσ αρσ )
capra (θηλ.ουσ)
capraio (ουσ αρσ )
caprareccia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---