Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcappellóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kappelˈlone] 1 νεοσύλλεκτος 2 αρχάριος 3 καπελαδούρα 4 καουμπόης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |