Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càppa  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkappa]

το γράμμα κάπα

càppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkappa]

1 κουκούλα
2 καλύπτρα καμινάδας
3 ράσο
4 κουκούλα μοναχών
5 κάλυμμα κεφαλιού
6 σκούφος μάγειρα
7 άμφιο
8 κάπα
9 μύδι
10 αποτελούμενο από 2 μέρη μαλάκιο ή οστρακόδερμο
11 χλαίνη
12 επενδύτης
13 μανδύας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capovolgimento cappalunga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capoufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capoverso (ουσ αρσ )
capovolgere (ρ. μτβ.)
capovolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
capovolgimento (ουσ αρσ )
cappa (ουσ αρσ και θηλ.)
cappa (θηλ.ουσ)
cappalunga (θηλ.ουσ)
cappasanta (θηλ.ουσ)
cappeggiare (ρ.αμτβ.)
cappella (θηλ.ουσ)
cappellaccia (θηλ.ουσ)
cappellaccio (ουσ αρσ )
cappellaio (ουσ αρσ )
cappellano (ουσ αρσ )
cappellata (θηλ.ουσ)
cappelleria (θηλ.ουσ)
cappelletta (θηλ.ουσ)
cappelletto (ουσ αρσ )
cappelliera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---