ItalianoGreco


caposquadrìglia  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,kaposkwaˈdriʎʎa]

1 ίλαρχος
2 επικεφαλής ιλαρχίας τεθωρακισμένων
3 αρχηγός μοίρας ναυτικής
4 αρχηγός μοίρας αεροπορικής
5 μοίραρχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---