Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capotàvola  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈtavola]

1 (persona) ο καθισμένος στην κεφαλή του τραπεζιού
2 (posto) η τιμητική θέση στο τραπέζι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capotasto capotecnico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sedere a capotavola = κάθουμαι στην κεφαλή του τραπεζιού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capostazione (ουσ αρσ και θηλ.)
capostipite (ουσ αρσ και θηλ.)
capostorno (ουσ αρσ )
capotare (ρ.αμτβ.)
capotasto (ουσ αρσ )
capotavola (ουσ αρσ και θηλ.)
capotecnico (ουσ αρσ )
capotimoniere (ουσ αρσ )
capotreno (ουσ αρσ και θηλ.)
capotribù (ουσ αρσ και θηλ.)
capoturno (ουσ αρσ και θηλ.)
capoufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capoverso (ουσ αρσ )
capovolgere (ρ. μτβ.)
capovolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
capovolgimento (ουσ αρσ )
cappa (ουσ αρσ και θηλ.)
cappa (θηλ.ουσ)
cappalunga (θηλ.ουσ)
cappasanta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---