ItalianoGreco


capotàvola  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈtavola]

1 (persona) ο καθισμένος στην κεφαλή του τραπεζιού
2 (posto) η τιμητική θέση στο τραπέζι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sedere a capotavola = κάθουμαι στην κεφαλή του τραπεζιού



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---