Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capotàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kapoˈtare]

αναποδογυρίζω (χρησιμοποίησε καλύτερα το cappottare)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capostorno capotasto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caposquadra (ουσ αρσ και θηλ.)
caposquadriglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capostazione (ουσ αρσ και θηλ.)
capostipite (ουσ αρσ και θηλ.)
capostorno (ουσ αρσ )
capotare (ρ.αμτβ.)
capotasto (ουσ αρσ )
capotavola (ουσ αρσ και θηλ.)
capotecnico (ουσ αρσ )
capotimoniere (ουσ αρσ )
capotreno (ουσ αρσ και θηλ.)
capotribù (ουσ αρσ και θηλ.)
capoturno (ουσ αρσ και θηλ.)
capoufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capoverso (ουσ αρσ )
capovolgere (ρ. μτβ.)
capovolgersi (ρ. μ. αμτβ.)
capovolgimento (ουσ αρσ )
cappa (ουσ αρσ και θηλ.)
cappa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---