Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capostazióne  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapostatˈtsjone]

ο σταθμάρχης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caposquadriglia capostipite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

caposervizio (ουσ αρσ και θηλ.)
caposezione (ουσ αρσ και θηλ.)
caposoldo (ουσ αρσ )
caposquadra (ουσ αρσ και θηλ.)
caposquadriglia (ουσ αρσ και θηλ.)
capostazione (ουσ αρσ και θηλ.)
capostipite (ουσ αρσ και θηλ.)
capostorno (ουσ αρσ )
capotare (ρ.αμτβ.)
capotasto (ουσ αρσ )
capotavola (ουσ αρσ και θηλ.)
capotecnico (ουσ αρσ )
capotimoniere (ουσ αρσ )
capotreno (ουσ αρσ και θηλ.)
capotribù (ουσ αρσ και θηλ.)
capoturno (ουσ αρσ και θηλ.)
capoufficio (ουσ αρσ και θηλ.)
capoverso (ουσ αρσ )
capovolgere (ρ. μτβ.)
capovolgersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---