Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bìca (θηλ.ουσ) bicòrno (ουσ αρσ )
bicameràle (θηλ. επίθ και ουσ) biculturàle (επίθ.)
bicameralìsmo (ουσ αρσ ) biculturalìsmo (ουσ αρσ )
bicarbonàto (ουσ αρσ ) bicùspide (επίθ.)
bicchieràta (θηλ.ουσ) bidè (ουσ αρσ )
bicchière (ουσ αρσ ) bidèlla (θηλ.ουσ)
bicchierìno (ουσ αρσ ) bidèllo (ουσ αρσ )
bicèfalo (επίθ.) bidènte (αρσ. επίθ και ουσ)
bicentenàrio (αρσ. επίθ και ουσ) bidet (ουσ αρσ )
bìci (θηλ.ουσ) bidimensionàle (επίθ.)
biciclétta (θηλ.ουσ) bidonàre (ρ. μτβ.)
bicìclo (ουσ αρσ ) bidonàta (θηλ.ουσ)
bicilìndrico (επίθ.) bidóne (ουσ αρσ )
bicipitàle (επίθ.) bidonìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
bicìpite (ουσ αρσ ) bidonvìa (θηλ.ουσ)
bicìpite (επίθ.) bidonville (θηλ.ουσ)
biclorùro (ουσ αρσ ) biecaménte (επίρ.)
bicòcca (θηλ.ουσ) bièco (επίθ.)
bicolóre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) bièlla (θηλ.ουσ)
bicomàndo (επίθ.) biennàle (θηλ.ουσ)
bicòncavo (επίθ.) biennàle (επίθ.)
bicònico (επίθ.) biènne (επίθ.)
biconvèsso (επίθ.) biènnio (ουσ αρσ )
bicòrne (θηλ. επίθ και ουσ) bieticoltóre (ουσ αρσ )
bicòrnia (θηλ.ουσ) bieticoltùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: