Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ambidestrìsmo (ουσ αρσ ) ambròsia (θηλ.ουσ)
ambidèstro (αρσ. επίθ και ουσ) ambulàcro (ουσ αρσ )
ambientàle (επίθ.) ambulànte (ουσ αρσ και θηλ.)
ambientalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ambulànte (επίθ.)
ambientaménto (ουσ αρσ ) ambulànza (θηλ.ουσ)
ambientàre (ρ. μτβ.) ambulatoriàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ambientàrsi (ρ. μ. αμτβ.) ambulatòrio (ουσ αρσ )
ambientazióne (θηλ.ουσ) ambulatòrio (επίθ.)
ambiènte (ουσ αρσ ) amèba (θηλ.ουσ)
ambiènte (επίθ.) amebèo (αρσ. επίθ και ουσ)
ambigènere (επίθ.) amebìasi (θηλ.ουσ)
ambiguità (θηλ.ουσ) amebòide (επίθ.)
ambìguo (επίθ.) àmen (επιφ.)
àmbio (ουσ αρσ ) amenità (θηλ.ουσ)
ambìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) amèno (επίθ.)
àmbito (ουσ αρσ ) amenorrèa (θηλ.ουσ)
ambivalènte (επίθ.) amènto, aménto (ουσ αρσ )
ambivalènza (θηλ.ουσ) Amèrica (θηλ.ουσ)
ambizióne (θηλ.ουσ) americàna (θηλ.ουσ)
ambizióso (ουσ αρσ ) americanàta (θηλ.ουσ)
ambizióso (επίθ.) americanìsmo (ουσ αρσ )
ambliopìa (θηλ.ουσ) americanìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
àmbo (ουσ αρσ ) americanìstica (θηλ.ουσ)
àmbra (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) americanizzàre (ρ. μτβ.)
ambràto (επίθ.) americanizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: