Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abominàre (ρ. μτβ.) ABS (ακρ.)
abominazióne (θηλ.ουσ) absidàle (επίθ.)
abominévole (επίθ.) àbside (θηλ.ουσ)
abomìnio (ουσ αρσ ) absintìna (θηλ.ουσ)
aborìgene (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) abulìa (θηλ.ουσ)
aborìgeno (αρσ. επίθ και ουσ) abùlico (αρσ. επίθ και ουσ)
aborriménto (ουσ αρσ ) abusàre (ρ.αμτβ.)
aborrìre (ρ.αμτβ.) abusivaménte (επίρ.)
aborrìre (ρ. μτβ.) abusìvo (επίθ.)
abortìre (ρ.αμτβ.) abùso (ουσ αρσ )
abortìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) acàcia (θηλ.ουσ)
abortìvo (επίθ.) acagiù (ουσ αρσ )
abòrto (ουσ αρσ ) acànto (ουσ αρσ )
abracadàbra (ουσ αρσ ) acarìasi (θηλ.ουσ)
abràdere (ρ. μτβ.) acaricìda (ουσ αρσ )
abrasióne (θηλ.ουσ) acaricìda (επίθ.)
abrasività (θηλ.ουσ) acariòsi (θηλ.ουσ)
abrasìvo (ουσ αρσ ) àcaro (ουσ αρσ )
abrasìvo (επίθ.) acàrpo (επίθ.)
abrogàbile (επίθ.) acatafasìa (θηλ.ουσ)
abrogàre (ρ. μτβ.) acatalessìa (θηλ.ουσ)
abrogatìvo (επίθ.) acatalèttico (επίθ.)
abrogatòrio (επίθ.) acatapòsi (θηλ.ουσ)
abrogazióne (θηλ.ουσ) acattòlico (αρσ. επίθ και ουσ)
abròtano (ουσ αρσ ) àcca (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: