Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

troncàre (ρ. μτβ.) tròta (θηλ.ουσ)
troncàto (επίθ.) troticoltóre (ουσ αρσ )
troncatrìce (θηλ.ουσ) troticoltùra (θηλ.ουσ)
troncatùra (θηλ.ουσ) trotìno (επίθ.)
tronchése (ουσ αρσ και θηλ.) trottapiàno (ουσ αρσ και θηλ.)
tronchesìna (θηλ.ουσ) trottàre (ρ.αμτβ.)
trónco (ουσ αρσ ) trottàta (θηλ.ουσ)
trónco (επίθ.) trottatóio (ουσ αρσ )
troncóne (ουσ αρσ ) trottatóre (ουσ αρσ )
troneggiàre (ρ.αμτβ.) trotterellàre (ρ.αμτβ.)
trónfio (επίθ.) tròtto (ουσ αρσ )
tròno (ουσ αρσ ) tròttola (θηλ.ουσ)
tropicàle (επίθ.) trottolàre (ρ.αμτβ.)
tropicalizzàre (ρ. μτβ.) trottolìno (ουσ αρσ )
tropicalizzazióne (θηλ.ουσ) trotzkìsmo (ουσ αρσ )
tropìsmo (ουσ αρσ ) trotzkìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tròpo (ουσ αρσ ) troupe (θηλ.ουσ)
tropologìa (θηλ.ουσ) trousse (θηλ.ουσ)
tropològico (επίθ.) trovàbile (επίθ.)
tropopàusa (θηλ.ουσ) trovadóre (ουσ αρσ )
troposfèra (θηλ.ουσ) trovadòrico (επίθ.)
troposfèrico (επίθ.) trovàre (ρ. μτβ.)
tròppo (επίθ.) trovarsi (ρ.μ. (αντων.))
tròppo (αντων.) trovaròbe (ουσ αρσ και θηλ.)
troppopièno (ουσ αρσ ) trovàta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: