Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


troticoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trotikolˈtura]

ιχθυοκαλλιέργεια πέστροφας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  troticoltore trotino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

troppo (επίθ.)
troppo (αντων.)
troppopieno (ουσ αρσ )
trota (θηλ.ουσ)
troticoltore (ουσ αρσ )
troticoltura (θηλ.ουσ)
trotino (επίθ.)
trottapiano (ουσ αρσ και θηλ.)
trottare (ρ.αμτβ.)
trottata (θηλ.ουσ)
trottatoio (ουσ αρσ )
trottatore (ουσ αρσ )
trotterellare (ρ.αμτβ.)
trotto (ουσ αρσ )
trottola (θηλ.ουσ)
trottolare (ρ.αμτβ.)
trottolino (ουσ αρσ )
trotzkismo (ουσ αρσ )
trotzkista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
troupe (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---