Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tròppo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtroppo]

υπερβολικός (-ή, -ό)

tròppo  
αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈtroppo]

πάρα πολύ (-λή, -ύ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  troposferico troppopieno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tropologia (θηλ.ουσ)
tropologico (επίθ.)
tropopausa (θηλ.ουσ)
troposfera (θηλ.ουσ)
troposferico (επίθ.)
troppo (επίθ.)
troppo (αντων.)
troppopieno (ουσ αρσ )
trota (θηλ.ουσ)
troticoltore (ουσ αρσ )
troticoltura (θηλ.ουσ)
trotino (επίθ.)
trottapiano (ουσ αρσ και θηλ.)
trottare (ρ.αμτβ.)
trottata (θηλ.ουσ)
trottatoio (ουσ αρσ )
trottatore (ουσ αρσ )
trotterellare (ρ.αμτβ.)
trotto (ουσ αρσ )
trottola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---