Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trotzkìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trotzˈkista]

τροτσκιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trotzkismo troupe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trotto (ουσ αρσ )
trottola (θηλ.ουσ)
trottolare (ρ.αμτβ.)
trottolino (ουσ αρσ )
trotzkismo (ουσ αρσ )
trotzkista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
troupe (θηλ.ουσ)
trousse (θηλ.ουσ)
trovabile (επίθ.)
trovadore (ουσ αρσ )
trovadorico (επίθ.)
trovare (ρ. μτβ.)
trovarsi (ρ.μ. (αντων.))
trovarobe (ουσ αρσ και θηλ.)
trovata (θηλ.ουσ)
trovatello (ουσ αρσ )
trovato (αρσ. επίθ και ουσ)
trovatore (ουσ αρσ )
troviero (ουσ αρσ )
trozza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---