Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trovàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [troˈvata]

1 έξυπνη ιδέα
2 φαεινή ιδέα
3 κελεπούρι
4 έξυπνη παρατήρηση
5 βρεσίδι
6 εύρημα
7 επιτυχημένη επινόηση
8 βρέσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trovarobe trovatello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trovadore (ουσ αρσ )
trovadorico (επίθ.)
trovare (ρ. μτβ.)
trovarsi (ρ.μ. (αντων.))
trovarobe (ουσ αρσ και θηλ.)
trovata (θηλ.ουσ)
trovatello (ουσ αρσ )
trovato (αρσ. επίθ και ουσ)
trovatore (ουσ αρσ )
troviero (ουσ αρσ )
trozza (θηλ.ουσ)
truca (θηλ.ουσ)
truccare (ρ. μτβ.)
truccarsi (ρ.μ. (αντων.))
truccatore (ουσ αρσ )
truccatura (θηλ.ουσ)
trucco (ουσ αρσ )
truce (επίθ.)
trucemente (επίρ.)
trucidare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---