Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


truccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trukˈkare]

1 παραποιώ
2 στήνω παιχνίδι
3 κανονίζω παιχνίδι σικέ
4 νοθεύω
5 μακιγιάρω
6 μεταμφιέζω
7 μασκαρεύω

truccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trukˈkarsi]

μακιγιάρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  truca truccatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trovato (αρσ. επίθ και ουσ)
trovatore (ουσ αρσ )
troviero (ουσ αρσ )
trozza (θηλ.ουσ)
truca (θηλ.ουσ)
truccare (ρ. μτβ.)
truccarsi (ρ.μ. (αντων.))
truccatore (ουσ αρσ )
truccatura (θηλ.ουσ)
trucco (ουσ αρσ )
truce (επίθ.)
trucemente (επίρ.)
trucidare (ρ. μτβ.)
truciolo (ουσ αρσ )
truculento (επίθ.)
truffa (θηλ.ουσ)
truffaldino (αρσ. επίθ και ουσ)
truffare (ρ. μτβ.)
truffatore (ουσ αρσ )
trufferia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---