truculènto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [trukuˈlɛnto]
1 ανάλγητος
2 ανελέητος
3 υβριστικός
4 αιμοβόρος
5 απηνής
6 ανατριχιαστικός
7 ανηλεής
8 ανηλέητος
9 ολέθριος
10 εμπόλεμος
11 επιθετικός
12 άγριος
13 βίαιος
14 καβγατζίδικος
15 καταστροφικός
16 εχθρικός
17 μαχητικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [trukuˈlɛnto]
1 ανάλγητος
2 ανελέητος
3 υβριστικός
4 αιμοβόρος
5 απηνής
6 ανατριχιαστικός
7 ανηλεής
8 ανηλέητος
9 ολέθριος
10 εμπόλεμος
11 επιθετικός
12 άγριος
13 βίαιος
14 καβγατζίδικος
15 καταστροφικός
16 εχθρικός
17 μαχητικός
permalink
truculento (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android