Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trumeau  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [truˈmo], [tryˈmo]

1 σεκρετέρ
2 καθρέφτης ανάμεσα σε παράθυρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  truismo truogolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

truffaldino (αρσ. επίθ και ουσ)
truffare (ρ. μτβ.)
truffatore (ουσ αρσ )
trufferia (θηλ.ουσ)
truismo (ουσ αρσ )
trumeau (ουσ αρσ )
truogolo (ουσ αρσ )
truppa (θηλ.ουσ)
truschino (ουσ αρσ )
trust (ουσ αρσ )
tse–tsè (επίθ.)
tu (αντων.)
tuareg (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tuba (θηλ.ουσ)
tubare (ρ.αμτβ.)
tubarico (επίθ.)
tubatura (θηλ.ουσ)
tubazione (θηλ.ουσ)
tubeless (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---