Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrumeau
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [truˈmo], [tryˈmo] 1 σεκρετέρ 2 καθρέφτης ανάμεσα σε παράθυρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |