Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tùba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtuba]

1 σάλπιγγα (ανατομία)
2 σωλήνας (ανατομία)
3 νεοσύλλεκτος (αργκό στρατιωτών)
4 αυλός (ανατομία)
5 τούμπα (μουσικό όργανο)
6 σκληρό καπέλο
7 αγωγός (ανατομία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tuareg tubare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

truschino (ουσ αρσ )
trust (ουσ αρσ )
tse–tsè (επίθ.)
tu (αντων.)
tuareg (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tuba (θηλ.ουσ)
tubare (ρ.αμτβ.)
tubarico (επίθ.)
tubatura (θηλ.ουσ)
tubazione (θηλ.ουσ)
tubeless (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolare (επίθ.)
tubercolina (θηλ.ουσ)
tubercolo (ουσ αρσ )
tubercolosario (ουσ αρσ )
tubercolosi (θηλ.ουσ)
tubercoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolotico (αρσ. επίθ και ουσ)
tubero (ουσ αρσ )
tuberosa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---