Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tubèrcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tuˈbɛrkolo]

1 φυμάτιο
2 φύμα
3 βλάστημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tubercolina tubercolosario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tubatura (θηλ.ουσ)
tubazione (θηλ.ουσ)
tubeless (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolare (επίθ.)
tubercolina (θηλ.ουσ)
tubercolo (ουσ αρσ )
tubercolosario (ουσ αρσ )
tubercolosi (θηλ.ουσ)
tubercoloso (αρσ. επίθ και ουσ)
tubercolotico (αρσ. επίθ και ουσ)
tubero (ουσ αρσ )
tuberosa (θηλ.ουσ)
tuberosità (θηλ.ουσ)
tuberoso (επίθ.)
tubettificio (ουσ αρσ )
tubetto (ουσ αρσ )
tubino (ουσ αρσ )
tubista (ουσ αρσ και θηλ.)
tubo (ουσ αρσ )
tubolare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---