Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtubèrcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tuˈbɛrkolo] 1 φυμάτιο 2 φύμα 3 βλάστημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |