Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtùbero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtubero] 1 εξόγκωμα 2 κόνδυλος 3 φύμα 4 ανατομικό πρήξιμο 5 βολβός 6 βολβώδης ρίζα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |