Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tùbulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtubulo]

1 σωληνάριο
2 σωληνίσκος
3 σωληνάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tubolare tubuloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tubino (ουσ αρσ )
tubista (ουσ αρσ και θηλ.)
tubo (ουσ αρσ )
tubolare (ουσ αρσ )
tubolare (επίθ.)
tubulo (ουσ αρσ )
tubuloso (επίθ.)
tucano (ουσ αρσ )
Tucidide (κύρ.όν. αρσ.)
tufaceo (επίθ.)
tuffare (ρ. μτβ.)
tuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
tuffata (θηλ.ουσ)
tuffatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tuffetto (ουσ αρσ )
tuffista (ουσ αρσ και θηλ.)
tuffo (ουσ αρσ )
tufo (ουσ αρσ )
tufoso (επίθ.)
tuga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---