Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtufóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tuˈfoso], [tuˈfozo] 1 τοφώδης 2 πορώδης (για βράχο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |