Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtumefazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tumefatˈtsjone] 1 εξοίδηση 2 πρήξιμο 3 διόγκωση 4 εξοίδημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |