Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tùmulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtumulo]

1 τάφος
2 μαυσωλείο
3 τύμβος
4 ανάχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tumulazione tumulto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tumido (επίθ.)
tumorale (επίθ.)
tumore (ουσ αρσ )
tumulare (ρ. μτβ.)
tumulazione (θηλ.ουσ)
tumulo (ουσ αρσ )
tumulto (ουσ αρσ )
tumultuante (ουσ αρσ και θηλ.)
tumultuante (επίθ.)
tumultuare (ρ.αμτβ.)
tumultuosamente (επίρ.)
tumultuoso (επίθ.)
tundra (θηλ.ουσ)
tungstenite (θηλ.ουσ)
tungsteno (ουσ αρσ )
tunica (θηλ.ουσ)
tunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
Tunisi (κύρ.όν. θηλ.)
tunisino (ουσ αρσ )
tunisino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---