Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tunisìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tuniˈzino]

κάτοικος της Τύνιδας

tunisìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tuniˈzino]

ο της Τύνιδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Tunisi tunnel  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tungstenite (θηλ.ουσ)
tungsteno (ουσ αρσ )
tunica (θηλ.ουσ)
tunicato (αρσ. επίθ και ουσ)
Tunisi (κύρ.όν. θηλ.)
tunisino (ουσ αρσ )
tunisino (επίθ.)
tunnel (ουσ αρσ )
tuo (επίθ.)
tuo (αντων.)
tuono (ουσ αρσ )
tuorlo (ουσ αρσ )
tupamaro (ουσ αρσ )
tuppè (ουσ αρσ )
tura (θηλ.ουσ)
turabottiglie (ουσ αρσ )
turabuchi (ουσ αρσ και θηλ.)
turacciolo (ουσ αρσ )
turapori (ουσ αρσ )
turare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---