ItalianoGreco


tuòno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtwɔno]

το μπουμπουνητό, η βροντή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tuoni [αρσ. πλυθ.] e lampi [αρσ. πλυθ.] = αστραπές και βροντές



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---