Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


turbaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [turbaˈmento]

1 αναστάτωση
2 συγκίνηση
3 ταραχή
4 διατάραξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turba turbante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turacciolo (ουσ αρσ )
turapori (ουσ αρσ )
turare (ρ. μτβ.)
turarsi (ρ.μ. (αντων.))
turba (θηλ.ουσ)
turbamento (ουσ αρσ )
turbante (ουσ αρσ )
turbare (ρ. μτβ.)
turbarsi (ρ.μ. (αντων.))
turbativa (θηλ.ουσ)
turbato (επίθ.)
turbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
turbellari (ουσ αρσ πληθ.)
turbidimetria (θηλ.ουσ)
turbidimetrico (επίθ.)
turbina (θηλ.ουσ)
turbinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
turbinato (ουσ αρσ )
turbine (ουσ αρσ )
turbinio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---