Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


turbinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [turbiˈnato]

1 οστό ή χόνδρος ρινικής κοιλότητας
2 ρινική κόγχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turbinare turbine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turbellari (ουσ αρσ πληθ.)
turbidimetria (θηλ.ουσ)
turbidimetrico (επίθ.)
turbina (θηλ.ουσ)
turbinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
turbinato (ουσ αρσ )
turbine (ουσ αρσ )
turbinio (ουσ αρσ )
turbinoso (επίθ.)
turboalternatore (ουσ αρσ )
turbocisterna (θηλ.ουσ)
turbocompressore (ουσ αρσ )
turbodinamo (θηλ.ουσ)
turboelettrico (επίθ.)
turboelica (ουσ αρσ και θηλ.)
turbogeneratore (ουσ αρσ )
turbogetto (ουσ αρσ )
turbolentemente (επίρ.)
turbolento (αρσ. επίθ και ουσ)
turbolenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---