Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


turbocompressóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,turbokompresˈsore]

1 τουρμποσυμπιεστής
2 στροβιλοσυμπιεστής
3 αεροσυμπιεστής πολλαπλών βαθμίδων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turbocisterna turbodinamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turbine (ουσ αρσ )
turbinio (ουσ αρσ )
turbinoso (επίθ.)
turboalternatore (ουσ αρσ )
turbocisterna (θηλ.ουσ)
turbocompressore (ουσ αρσ )
turbodinamo (θηλ.ουσ)
turboelettrico (επίθ.)
turboelica (ουσ αρσ και θηλ.)
turbogeneratore (ουσ αρσ )
turbogetto (ουσ αρσ )
turbolentemente (επίρ.)
turbolento (αρσ. επίθ και ουσ)
turbolenza (θηλ.ουσ)
turbomotore (ουσ αρσ )
turbonave (θηλ.ουσ)
turbopompa (θηλ.ουσ)
turboreattore (ουσ αρσ )
turbosfera (θηλ.ουσ)
turboventilatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---