Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturbocompressóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,turbokompresˈsore] 1 τουρμποσυμπιεστής 2 στροβιλοσυμπιεστής 3 αεροσυμπιεστής πολλαπλών βαθμίδων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |