Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


turboèlica  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,turboˈɛlika]

ελικοφόρο αεροσκάφος με στροβιλοκινητήρες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turboelettrico turbogeneratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turboalternatore (ουσ αρσ )
turbocisterna (θηλ.ουσ)
turbocompressore (ουσ αρσ )
turbodinamo (θηλ.ουσ)
turboelettrico (επίθ.)
turboelica (ουσ αρσ και θηλ.)
turbogeneratore (ουσ αρσ )
turbogetto (ουσ αρσ )
turbolentemente (επίρ.)
turbolento (αρσ. επίθ και ουσ)
turbolenza (θηλ.ουσ)
turbomotore (ουσ αρσ )
turbonave (θηλ.ουσ)
turbopompa (θηλ.ουσ)
turboreattore (ουσ αρσ )
turbosfera (θηλ.ουσ)
turboventilatore (ουσ αρσ )
turcasso (ουσ αρσ )
turchese (ουσ αρσ )
Turchia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---