Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόturbolènto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [turboˈlɛnto] 1 απειθάρχητος 2 στροβιλώδης 3 ταραγμένος 4 ταραχώδης 5 πολυτάραχος 6 βίαιος 7 θυελλώδης 8 ορμητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |