Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tùrco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈturko]

1 (persona) ο Τούρκος, η Τουρκάλα
2 (lingua) τα τουρκικά

tùrco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈturko]

τουρκικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  turcimanno turgidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

turchese (ουσ αρσ )
Turchia (θηλ.ουσ)
turchinetto (αρσ. επίθ και ουσ)
turchino (αρσ. επίθ και ουσ)
turcimanno (ουσ αρσ )
turco (ουσ αρσ )
turco (επίθ.)
turgidezza (θηλ.ουσ)
turgidità (θηλ.ουσ)
turgido (επίθ.)
turgore (ουσ αρσ )
turibolo (ουσ αρσ )
turiferario (ουσ αρσ )
turione (ουσ αρσ )
turismo (ουσ αρσ )
turista (ουσ αρσ και θηλ.)
turistico (επίθ.)
turlupinare (ρ. μτβ.)
turlupinatore (ουσ αρσ )
turlupinatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---